Ἑλλαδικός — plaster masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλαδικός — ή, ό (AM ἑλλαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα ή προέρχεται απ αυτή νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελληνική επικράτεια (σ αντίθεση προς το «ελληνικός», που αναφέρεται στο ελληνικό έθνος) μσν. 1. (το αρσ. πληθ. ως … Dictionary of Greek
ελλαδικός πολιτισμός — Πολιτισμός που άκμασε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την περίοδο του χαλκού. Η περίοδος αυτή άρχισε περίπου από το 2800 π.Χ. και συνεχίστηκε έως το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η τελευταία της φάση, η υστεροελλαδική (1580 1100 π.Χ.), ταυτίστηκε με… … Dictionary of Greek
Ἑλλαδικά — Ἑλλαδικός plaster neut nom/voc/acc pl Ἑλλαδικά̱ , Ἑλλαδικός plaster fem nom/voc/acc dual Ἑλλαδικά̱ , Ἑλλαδικός plaster fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλλαδικῶν — Ἑλλαδικός plaster fem gen pl Ἑλλαδικός plaster masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλλαδικόν — Ἑλλαδικός plaster masc acc sg Ἑλλαδικός plaster neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλλαδικαῖς — Ἑλλαδικός plaster fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλλαδικαί — Ἑλλαδικός plaster fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλλαδικοῖς — Ἑλλαδικός plaster masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλλαδικοί — Ἑλλαδικός plaster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)